παραίσθηση

παραίσθηση
η
ψυχική ανωμαλία που έχει ως συνέπεια ο άνθρωπος να αντιλαμβάνεται τα πράγματα διαφορετικά απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Από τον πολύ πυρετό έχει παραισθήσεις το παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραίσθηση — Λαθεμένη αισθητηριακή αντίληψη που οφείλεται σε παρερμηνεία του εξωτερικού ερεθίσματος που την προκαλεί. Πρέπει να τη διακρίνουμε από την ψευδαίσθηση, κατά την οποία σχηματίζεται αισθητηριακή αντίληψη στη συνείδηση του ατόμου χωρίς να υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • Ameisenlaufen — Klassifikation nach ICD 10 R20.2 Parästhesie der Haut …   Deutsch Wikipedia

  • Paresthesie — Klassifikation nach ICD 10 R20.2 Parästhesie der Haut …   Deutsch Wikipedia

  • ακροαματισμός — ο το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αναπλασμός — ἀναπλασμός, ο (AM αυτό που αναπαραστάθηκε πλαστά ή κατά μίμηση, αναπαράσταση, απομίμηση αρχ. πλάσμα, γέννημα τής φαντασίας, παραίσθηση …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… …   Dictionary of Greek

  • παράκρουση — η / παράκρουσις, ούσεως, ΝΑ [παρακρούω] 1. εσφαλμένη κρούση μουσικού οργάνου, λαθεμένος μουσικός τόνος, παραφωνία 2. παραλογισμός, πλάνη 3. παραφροσύνη, τρέλα νεοελλ. (ψυχιατρ.) ακουστική παραίσθηση που αποτελεί ψυχικό και συνήθως παθολογικό… …   Dictionary of Greek

  • παραβασία — επικ. τ. παραιβασίη, ποιητ. τ. παρβασία, ή, ΜΑ 1. πλάνη, παραίσθηση 2. ατιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράβασις κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • στερεοσκοπία — η, Ν τεχνολ. η επιστήμη και η τεχνολογία που ασχολούνται με δισδιάστατα σχέδια ή φωτογραφίες τα οποία όταν παρατηρούνται, με τη βοήθεια ειδικού οργάνου, και με τα δύο μάτια παρέχουν την παραίσθηση τρισδιάστατης υπόστασης στον χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”